- σύμβολα
- σύμβολονtallyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Συμβόλα — Συμβόλᾱ , Σύμβολα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σύμβολα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σύμβολα — Πεδινός οικισμός (219 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πανδρόσου … Dictionary of Greek
Πίθηκος ὁ πίθηκος, κἃν χρύσεα ἔχῃ σύμβολα. — См. Осел останется ослом, Хотя осыпь его звездами: Где должно действовать умом, Он только хлопает ушами … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ξύμβολ' — Σύμβολα , Σύμβολα fem nom/voc sg Σύμβολαι , Σύμβολα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σύμβολ' — Σύμβολα , Σύμβολα fem nom/voc sg Σύμβολαι , Σύμβολα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξύμβολα — Σύμβολα , Σύμβολα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СИМВОЛЫ — • Σύμβολα, 1. δίκαι α̉πò συμβόλων, см. Έκκλητος πόλις; 2. знаки освидетельствования и удостоверения личности, напр., печать, марки (tesserae) для афинских судей, для участвующих в народном собрании, знаки гостеприимства (tessera… … Реальный словарь классических древностей
ξυμβολάς — συμβολά̱ς , συμβολή coming together fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμβολ' — σύμβολα , σύμβολον tally neut nom/voc/acc pl σύμβολε , σύμβολος meeting by chance masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)